- σπερματικός
- -ή, -ό / σπερματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σπέρμα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.)2. φρ. α) «σπερματικός λόγος»(στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία γεννιούνται τα πάνταβ) «σπερματικοί λόγοι»(στη στωική φιλοσ. και στη θεολ.) οι νόμοι που εκπορεύονται από τη θεότητα και κατευθύνουν τη δημιουργική ενέργεια τής ύληςνεοελλ.1. (για ανατομικό σχηματισμό) αυτός που σχετίζεται με την παραγωγή ή τη μεταφορά τού σπέρματος (α. «σπερματικές αρτηρίες» — αρτηρίες τού όρχεως και τής επιδιδυμίδας που εκφύονται από την πρόσθια επιφάνεια τής αορτήςβ. «σπερματικές φλέβες» — φλέβες τού όρχεως και τής επιδιδυμίδαςγ. «σπερματικό υγρό» — το σπέρμα τών αρσενικών ζώων και τού άνδραδ. «σπερματικός τόνος» — ο μίσχος από τον οποίο κρέμεται ο όρχης και η επιδιδυμίδαε. «σπερματική λήκυθος» το ανευρυνόμενο κυστικό τμήμα τού σπερματικού πόρουστ. «σπερματικός πόρος» — ο εκφορητικός πόρος τού όρχεως από τον οποίο διοχετεύεται το σπερματικό υγρόζ. «σπερματικά σωληνάρια» — τα τριχοειδή σωληνάρια τών ορχικών λοβών στα εσωτερικά τοιχώματα τών οποίων γίνεται η σπερματογένεση)2. φρ. α) «σπερματικό κυστίδιο»(συγκριτ. ανατ.) καθένας από τους δύο σακοειδείς αδένες που εκκρίνουν το υγρό περιεχόμενό τους στους σπερματικούς πόρους τού αρσενικού το οποίο αποτελεί το 40-80% τών υγρών που εκκρίνονται κατά την εσκσπερμάτισηβ) «σπερματικές οδοί»ανατ. η διαδρομή που ακολουθούν τα σπερματοζωάρια για να φθάσουν στην ουρήθραγ) «σπερματικός ιστός»ζωολ. ειδικός ιστός τών αραχνών που υφαίνεται από το αρσενικό άτομο όταν πλησιάζει η στιγμή τής σύζευξής του με το θηλυκόδ) «σπερματικός υποδοχέας»ζωολ. η σπερματοθήκηε) «σπερματική βλάστη»βοτ. όρος που αναφέρεται στα σπερματόφυτα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει διαφοροποιημένη δομή που αποτελείται από τον θηλυκό γαμέτη και τον προστατευτικό και θρεπτικό του ιστό, η οποία μετά τη γονιμοποίηση μετατρέπεται σε σπέρμα, αλλ. σπερμοβλάστη ή σπερματοβλάστηστ) «ανάτροπη σπερματική βλάστη»βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι περιεστραμμένη κατά 180° έτσι ώστε η μικροπύλη να βρίσκεται απέναντι από τον πλακούνταζ) «καμπυλότροπη σπερματική βλάστη»βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι κατά τέτοιο τρόπο προσανατολισμένη ώστε να σχηματίζει γωνία με τον ιμάνταη) «ορθότροπη σπερματική βλάστη»βοτ. η σπερματική βλάστη που είναι σε όρθια θέσηθ) «σπερματικός πυρήνας»βοτ. ωοειδής μάζα κυττάρων που είναι μέσα στη σπερματοβλάστη και περιέχει μεγάλη ποσότητα αποταμιευτικών θρεπτικών ουσιώναρχ.1. ο ικανός να παράγει, να γεννά («τὸ δὲ σπερματικὸν ζῷον δεῑ θερμὸν καὶ ὑγρὸν εἶναι», Αριστοτ.)2. (για φυτά) αυτός που πολλαπλασιάζεται με σπορά3. μτφ. (για λόγο ή κείμενο) περιληπτικός, αυτός που εκφράζεται στα κύρια σημεία του4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερματικόνη δύναμη τής γονιμοποίησης.επίρρ...σπερματικώς / σπερματικῶς ΝΜΑμε σπέρμαμσν.-αρχ.1. γενετικώς, παραγωγικά2. σποραδικά.
Dictionary of Greek. 2013.